Σαν σήμερα στις 28/5/1981, δημοσιεύτηκε μεγάλη συνέντευξη του Κώστα Ιωσηφίδη, που παραχώρησε σε αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής, στην οποία είπε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, που αξίζει να διαβαστούν…
Ο διεθνής αριστεροπόδαρος αμυντικός πλησίαζε τα 10 χρόνια συνεχούς προσφοράς στον ΠΑΟΚ, χρόνια στα οποία υπήρξε συνεπής, μαχητικός και παίκτης με ήθος. Ήταν από τα βασικότατα στελέχη τα οποία απάρτιζαν τη μεγάλη ομάδα του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ’70.
Ας θυμηθούμε τι είχε δηλώσει:
«Ξεκίνησα σαν επιθετικός στη Βυρώνεια Σερρών και σαν τέτοιον με απέκτησε η Αναγέννηση Πετριτσίου. Εκεί έμεινα για έναν χρόνο. Η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε το 1967 στη Θεσσαλονίκη.
Μια ομάδα της Τούμπας, η Ελπίδα, ενδιαφέρθηκε να με αποκτήσει. Πρόσφερε 5.000 δρχ και εξασφάλισε την ελεύθερη μεταγραφή μου. Φυσικά πριμ για μένα δεν υπήρχε. Η Ελπίδα άλλωστε ήταν μια φτωχή ομάδα, δεν είχε τη δυνατότητα να δώσει πριμ. Εκεί έμεινα για 4 χρόνια.
Ο προπονητής κ. Παράσχος ήταν ο άνθρωπος που με καθιέρωσε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Από την επίθεση με γύρισε στην άμυνα. Και στην άμυνα καθιερώθηκα στον ΠΑΟΚ αλλά και στην Εθνική Ελλάδας».
Παίζοντας στην Ελπίδα, έκανε γνωστό το όνομά του στην ποδοσφαιρική Θεσσαλονίκη. Ο ΠΑΟΚ τον απέκτησε τον Ιούνιο του 1971 αντί 20.000 δρχ. Ο Κώστας Ιωσηφίδης θυμάται:
«Παίζοντας στην Ελπίδα, είχα κληθεί στην Εθνική Νέων αλλά και στην Εθνική Ερασιτεχνών. Με είχε καλέσει ο υπεύθυνος των εθνικών ομάδων για τον Βορρά, Κλεάνθης Βικελίδης.
Οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ βλέποντας να παίζω στην Εθνική Ερασιτεχνών έδειξαν ενδιαφέρον για την απόκτησή μου. Το καλοκαίρι του 1971, ο ΠΑΟΚ εξασφαλίζει την ελευθέρα μεταγραφή μου, αφού έκανε δεκτό τον όρο που τους έθεσα, να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο.
Μεγάλη συμβολή στη μεταγραφή μου είχαν οι τότε παράγοντες του ΠΑΟΚ, Σεργιαννίδης, Μαρτινίδης. Μεγάλη η χαρά μου που εντάχτηκα στη δύναμη του ΠΑΟΚ, αλλά συγχρόνως γνώριζα τις δυσκολίες που θα συναντούσα στη νέα μου ομάδα.
Ο ΠΑΟΚ είχε τότε πλούσιο έμψυχο δυναμικό, το οποίο παίκτες της αξίας ενός Κούδα, ενός Σαράφη, ενός Τερζανίδη, ενός Φουντουκίδη, ενός Παπαδόπουλου, αλλά και άλλων παικταράδων εκείνης της εποχής. Όμως δούλεψα σκληρά και οι κόποι μου δεν πήγαν χαμένοι».
Για το ντεμπούτο στην ενδεκάδα του ΠΑΟΚ, ο Ιωσηφίδης είχε πει …
«Προπονητής μου ήταν ο Λες Σάνον. Ο Άγγλος προπονητής έδειχνε ενδιαφέρον για μένα και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να με χρησιμοποιήσει. Η ευκαιρία του παρουσιάστηκε όταν τραυματίστηκε ο Χατζηαντωνίου.
Τότε ο κ. Σάνον μου έδωσε τη φανέλα με το Νο3 στον αγώνα με την ΑΕΚ, στο Στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας. Αντίπαλός μου ήταν ο Βεντούρης. Έπαιξα με κάποιο τρακ και δεν έμεινα ικανοποιημένος από την απόδοσή μου. Όμως ο προπονητής μου έμεινε ικανοποιημένος και με καθιέρωσε στην ενδεκάδα του ΠΑΟΚ.
Η περίοδος 1971-1972 ήταν αυτή στην οποία έγινα βασικό στέλεχος της ομάδας μου. Έχουν περάσει από τότε δέκα χρόνια και διατηρώ αυτή τη θέση! Πάντα προσπαθώ η απόδοσή μου να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα».
Όσο για την Εθνική ομάδα ...
«Στο Μαρακανά πραγματοποίησα την πρώτη μου εμφάνιση με την Εθνική ομάδα. Αντίπαλός μας η Βραζιλία και ο Αλκέτας Παναγούλιας με είχε βάλει να μαρκάρω τον Ζαϊρζίνιο!!!
Έκανα επιτυχημένο ντεμπούτο. Ίσως σε αυτό να με βοήθησε το γεγονός ότι ο αντίπαλός μου δε βρέθηκε σε καλή μέρα. Όμως με την απόδοσή μου έθεσα τις βάσεις για την καθιέρωσή μου στην Εθνική ομάδα.
Ήμουν πολύ χαρούμενος. Το ντεμπούτο μου συνδυάστηκε με μια μεγάλη επιτυχία της Εθνικής μας. Είχαμε αποσπάσει ισοπαλία μέσα στο Μαρακανά, αν και το παιχνίδι ήταν φιλικού χαρακτήρα».
Ποιοι προπονητές τον βοήθησαν περισσότερο ως τότε στην καριέρα του…
«Θα σταθώ σε τρεις προπονητές. Στον Λες Σάνον ο οποίος με καθιέρωσε στην ενδεκάδα του ΠΑΟΚ και κοντά του έμαθα πολλά. Δε θα ξεχάσω τον κ. Παράσχο, ο οποίος σαν προπονητής στην Ελπίδα Τούμπας, με έπεισε να γίνω αμυντικός. Και φυσικά τον ομοσπονδιακό προπονητή Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος με έκανε μόνιμο στέλεχος της Εθνικής ομάδας».
Για τις σχέσεις του με τον τότε τεχνικό του ΠΑΟΚ, Γκιούλα Λόραντ είχε δηλώσει…
«Ο Γκιούλα Λόραντ δε δέχεται κανένα λάθος από τους παίκτες του. Δεν δικαιολογεί κανένα σφάλμα και κατακρίνει σκληρά τον παραβάτη! Υπήρχε ένα χάσμα μεταξύ προπονητού και παικτών. Το χάσμα αυτό αρχίζει να καλύπτεται».
Για το γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ την τελευταία διετία (1979-1981), παρουσιαζόταν κάπως αδύναμος, είχε επισημάνει …
«Οφείλεται σε έναν και μόνο λόγο. Για αρκετό καιρό δεν είχαμε έδρα μας την Τούμπα. Παίζοντας στο Καυτανζόγλειο ή στο Χαριλάου, χάναμε το αβαντάζ της έδρας».
Αναφερόμενος στο μέλλον του ΠΑΟΚ είχε πει…
«Φέτος γίνεται σωστή δουλειά, η οποία θα αποδώσει τους καρπούς της στη νέα περίοδο. Δουλεύουμε σκληρά με τον κύριο Λόραντ και δε θα βγούμε χαμένοι. Αρκεί να ξεπεραστούν μερικά μικροπροβλήματα».
Για τη δική του αγωνιστική παρουσία στην ομάδα, τη σεζόν 1980-1981…
«Ήμουν σε μεγάλη πτώση στο ξεκίνημα. Ίσως γιατί δεν είχα ψυχική επαφή με τον προπονητή μου και τη διοίκηση. Ήθελα να προσφέρω στον ΠΑΟΚ, αλλά δεν μπορούσα. Αντίθετα στην Εθνική ομάδα ήμουν πάντα μεταξύ των τριών καλύτερων σε απόδοση παικτών. Ήδη τον τελευταίο καιρό η απόδοσή μου έχει βελτιωθεί στον ΠΑΟΚ».
Σκιαγραφώντας ο ίδιος τα αγωνιστικά μειονεκτήματά και πλεονεκτήματά του, είχε τονίσει…
«Έχω ένα μεγάλο προτέρημα. Μπορώ και προβλέπω την ενέργεια του αντιπάλου μου. Είμαι γρήγορος στο μαρκάρισμα και αρκετά δυνατός, Χρησιμοποιώ με την ίδια ευκολία και τα δυο μου πόδια. Υστερώ όμως στην ταχύτητα. Περνώντας τη μεσαία γραμμή, βοηθώ τους επιθετικούς της ομάδας μας στην ανάπτυξη του παιχνιδιού».
Οκταετία είχε συμπληρώσει τον Ιούλιο του 1980 ο Κώστας Ιωσηφίδης. Παρά το γεγονός ότι είχε υπογράψει προσύμφωνο με την ΑΕΚ. Παρέμεινε στον ΠΑΟΚ! Για πρώτη φορά ο ίδιος αποκάλυψε τι είχε συμβεί…
«Στο ξεκίνημα της περσινής περιόδου υπέγραψα ένα προσύμφωνο με την ΑΕΚ. Βάσει του προσυμφώνου, αν δε συμφωνούσα με τους όρους που θα μου έθετε ο ΠΑΟΚ, θα μπορούσαν να καταλήξω μόνο στην ΑΕΚ, αντί του ποσού των 8 εκατομμυρίων δρχ, ενώ η αθηναϊκή ομάδα θα κάλυπτε το νόμιμο ποσό το οποίο εδικαιούτο ο ΠΑΟΚ.
Η όλη υπόθεση ενώ είχε συμφωνηθεί να κρατηθεί υπό άκρα μυστικότητα, είδε το φως της δημοσιότητας. Αποτέλεσμα ο ΠΑΟΚ να μάθει για την ύπαρξη του προσύμφωνου και να μου κάνει προσφορά 8 εκατομμυρίων δρχ, τα οποία θα έπαιρνα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Η ΑΕΚ δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην απόκτησή μου γιατί μετά την εντυπωσιακή προσφορά του ΠΑΟΚ, θα απαιτούνταν για τη μεταγραφή μου πάνω από 20 εκατομμύρια δρχ.
Δεν σας κρύβω ότι μετάνιωσα για την όλη κατάληξη του θέματος γιατί τελικά πήρα μόνο τρία εκατομμύρια δρχ. Ίσως γι΄ αυτό το λόγο να έχει επηρεαστεί η απόδοσή μου στο φετινό πρωτάθλημα…»
Σε ερώτηση αν τον ενδιαφέρει ακόμη η μεταγραφή, απάντησε:
«Εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι για μεταγραφή! Με τη συμπλήρωση της 8είας δεν ικανοποιήθηκα, έτσι παραμένει στόχος μου η μεταγραφή. Αν υπάρξει κάποια πρόταση, ίσως ο ΠΑΟΚ την αποδεχθεί.
Δεν κρύβω ότι από το ποδόσφαιρο κέρδισα πολλά. Όμως ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά τα χρήματα τα πήρε η εφορία. Θα πρέπει κι εμείς να υπαχθούμε στην κατηγορία των ηθοποιών, θα πρέπει η πολιτεία να αντιμετωπίσει με κατανόηση το θέμα μας».
Για τη μεγαλύτερη χαρά και τη μεγαλύτερη πίκρα που γνώρισε ως τότε, κατά την παρουσία του στην ομάδα, σχολίασε:
«Στον τελικό του Κυπέλλου της περιόδου 1971-1972, γνώρισα τη μεγαλύτερη χαρά. Κατακτήσαμε το Κύπελλο νικώντας τον Παναθηναϊκό με δύο γκολ που είχε σημειώσει ο Γιώργος Κούδας.
Γνώρισα την κατάκτηση τίτλου στην πρώτη χρονιά της καριέρας μου στον ΠΑΟΚ. Τη μεγαλύτερη πίκρα τη γνώρισα την περίοδο 1976-1977, στον αγώνα πρωταθλήματος με τον Παναθηναϊκό. Παραχωρήσαμε λευκή ισοπαλία και προσφέραμε την απογοήτευση σε 50.000 κόσμο. Η απώλεια αυτού του βαθμού μας στοίχισε τον τίτλο».